- καθῖσα
- καθῖ̱σα , καθίζωaB*aor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθίσας — καθίσᾱς , καθίζω aB* aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) καθίσᾱς , καθίζω aB* aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθίσασα — καθίσᾱσα , καθίζω aB* aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) καθίσᾱσα , καθίζω aB* aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθίσασαι — καθίσᾱσαι , καθίζω aB* aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) καθίσᾱσαι , καθίζω aB* aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθίσασαν — καθίσᾱσαν , καθίζω aB* aor part act fem acc sg (attic epic ionic) καθίσᾱσαν , καθίζω aB* aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθίσασιν — καθίσᾱσιν , καθίζω aB* aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) καθίσᾱσιν , καθίζω aB* aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθομαι — κάθισα και έκατσα, καθισμένος 1. καθίζω: Κάθισε να τα πούμε. 2. κατοικώ: Κάθομαι στην οδό Πόντου 18. 3. ασχολούμαι με κάτι: Κάθονται και τρων και πίνουν και την Άρτα φοβερίζουν. 4. (παροιμ.): «Όσο κάθεται το μήλο μυρίζει», που σημαίνει ότι όσο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθίζω — κάθισα, καθισμένος 1. βάζω κάποιον ή κάτι να καθίσει, τον τοποθετώ: Με κάθισε δίπλα του. 2. κάθομαι: Κάθισε κάτω και μη μιλάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάθομαι — κάθομαι, κάθισα και έκατσα, καθισμένος βλ. πίν. 160 Σημειώσεις: καθίζω – κάθομαι : άλλοτε είχαν την ίδια έννοια, γι αυτό επικράτησε ο αόριστος σε ισα (κάθισα). Σήμερα το καθίζω περιορίζεται στην έννοια → βάζω κάποιον να καθίσει. Μερικές φορές η… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καθίζω — καθίζω, κάθισα, καθισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: καθίζω – κάθομαι : άλλοτε είχαν την ίδια έννοια, γι αυτό επικράτησε ο αόριστος σε ισα (κάθισα). Σήμερα το καθίζω περιορίζεται στην έννοια → βάζω κάποιον να καθίσει. Μερικές φορές η μτχ.… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia